bolear - ορισμός. Τι είναι το bolear
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι bolear - ορισμός


bolear      
Sinónimos
verbo
bolear      
bolear
1 (Hispam.) tr. Cazar reses con boleadoras.
2 intr. Entretenerse dándoles a las bolas de *billar.
3 *Lanzar la bola en cualquier juego.
4 tr. Lanzar cualquier cosa.
5 (Mur.) intr. Decir mentiras.
6 (Arg.) tr. Hacerle a alguien una mala *jugada.
7 (Arg.) Confundir, atontar.
8 (Méj.) Embetunar, limpiar y dar brillo al calzado.
bolear      
verbo intrans.
1) En los juegos de trucos y billar, jugar por puro entretenimiento.
2) Tirar las bolas de madera o de hierro, apostando a quién las arroja más lejos.
3) Arrojar la bola en cualquier juego en que se la utilice.
4) Derribar muchos bolos en el juego.
5) fig. Argentina. Uruguay. Enredar a uno; hacerle una mala partida. Se utiliza también como pronominal.
6) Colombia. Reprobar por medio de bolas negras.
verbo prnl.
En el béisbol, arrojarse la pelota un jugador a otro.
verbo intrans. germanía
Caer.
Τι είναι bolear - ορισμός